- σφεός
- -ή, -όν, δωρ. τ. θηλ. σφεά Α(κτητ. αντων.)1. δικός τους2. δικός σου3. δικός του.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek